-
1 αργαεντι
-
2 ἀργήεις
ἀργήεις, εσσα, εν: [dialect] Dor. [full] ἀργάεις, [var] contr. [full] ἀργᾶς, gen. ᾶντος: (v. ἀργός):—A white, shining,ταῦρον ἀργᾶντα Pi.O.13.69
; ἐν ἀργάεντι (v.l. ἀργινόεντι)μαστῷ Id.P.4.8
; οἰωνός.. ἔξοπιν ἀργᾶς, = πύγαργος, prob. in A.Ag. 115 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργήεις
См. также в других словарях:
αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις … Dictionary of Greek